Εμείς, οι εργαζόμενοι/ες
Οι εργαζόμενοι/ες στο δημόσιο πανεπιστήμιο είμαστε λειτουργοί. Συμβάλουμε σημαντικά στην παροχή ενός κοινωνικού αγαθού, της παιδείας. Μιας παιδείας για όλους, χωρίς διακρίσεις ανάλογα με το εισόδημα, την κοινωνική καταγωγή, το χρώμα ή την εθνικότητα.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση υπάρχει και λειτουργεί στη βάση του εργασιακού της δυναμικού. Κι εμείς είμαστε ένα σημαντικό μέρος του. Αν αύριο «κατεβάζαμε τα μολύβια» το πανεπιστήμιο δε θα μπορούσε να λειτουργήσει. Κι αν δεν τα κατεβάζουμε, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, παρά τις μειώσεις μισθών κι επιδομάτων, είναι γιατί πιστεύουμε σ’ αυτό που κάνουμε.
Ως εργαζόμενοι/ες στο δημόσιο τομέα, τον τομέα που παρέχει υπηρεσίες σε όλους τους πολίτες, οφείλουμε να είμαστε κάθε μέρα εκεί, για να διασφαλίζεται ότι όλοι θα έχουν πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά όπως η υγεία, η ασφάλιση, οι μεταφορές, το νερό και το ρεύμα, η επικοινωνία, κ.α., και φυσικά η εκπαίδευση. Δεν είμαστε όσα μας καταλογίζονται από πολιτικές ηγεσίες ή όποιον, ελαφρά τη καρδία, σπεύδει να χρεώσει τις ελλείψεις στην παροχή δημοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά στους εργαζόμενους, ως εάν αυτοί, εμείς, να λειτουργούσαμε σε ένα σύστημα όπου όλα βαίνουν καλώς, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι η συνολική απαξίωση του δημοσίου πλήττει όλους μας.
Κι ως υπάλληλοι του πανεπιστημίου; Η αναγνώριση που έχουμε, όχι μόνο γενικά, αλλά και ειδικά, μέσα στο δημόσιο πανεπιστήμιο είναι τόσο μικρή, που αν από αυτή εξαρτιόταν η προσφορά μας, μάλλον θα είχαμε σταματήσει να προσπαθούμε.
Τι γίνεται όμως ακριβώς εκεί, μέσα στο δικό μας εργασιακό χώρο;
Ποιος αποφασίζει για την κατανομή του προσωπικού και τη λειτουργία των υπηρεσιών; Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, κάποιοι που δε γνωρίζουν, ούτε και ρωτάνε να μάθουν τις πραγματικές ανάγκες. Σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και κάποιοι που απαξιώνουν το έργο ενός προσωπικού που το βλέπουν σαν μη παραγωγικό κομμάτι, που δεν επιτελεί έργο, είναι απλώς ένα βαρίδι που πρέπει να σηκώσει το ίδρυμα, που κατά τα άλλα λειτουργεί άψογα.
Όσο για τη δική μας συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων; Εκείνοι/ες που πονάνε τις υπηρεσίες, που τις στήνουν και τις στηρίζουν κάθε μέρα, βρίσκονται στο περιθώριο, δεν καλούνται να εκφράσουν άποψη, κι όταν ακόμα αυτό συμβαίνει οφείλουν να περιορίζονται σε «κομψές» διατυπώσεις.
Τι γίνεται όμως με ζητήματα όπως η έλλειψη προσωπικού που έχει σαν αποτέλεσμα κάποιοι να πρέπει να καλύψουν περισσότερα κενά από εκείνα που τους αναλογούν; Τι συμβαίνει με εργαζόμενους/ες εξειδικευμένους/ες σε έναν τομέα, διοικητικής ή επιστημονικής δουλειάς, ειδικότητες που απέκτησαν μέσα στο ΕΚΠΑ; Βρίσκονται εκεί που μπορούν να προσφέρουν πραγματικά; Τους αναγνωρίζεται κάποια ειδίκευση;
Σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργεί χωρίς να απαιτεί θέσεις προσωπικού και δέχεται να μην αναγνωρίζεται στο νομοθετικό πλαίσιο καμιά εξειδίκευση ακόμα και σε εκείνους/ες από μας που καλύπτουν ερευνητικές κι εκπαιδευτικές ανάγκες, θα ήταν παράλογο να περιμένουμε να αναγνωριστεί η ιδιαιτερότητα που απορρέει από τα καθήκοντα που επιτελούμε στη διοίκηση.
Το εγχείρημα της ορθολογικής διαχείρισης του προσωπικού περιορίζεται σε μια πρακτική που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στοχεύει στην κάλυψη μιας τρύπας εδώ κι άλλης μίας εκεί, χωρίς κριτήρια. Στη χειρότερη, στη βάση της βρίσκονται «παραινέσεις» που το σκεπτικό που τις διέπει δε θα έπρεπε να έχει θέση μέσα στο πανεπιστήμιο.
Το αποτέλεσμα; Σε πολλές περιπτώσεις, τοποθετήσεις χωρίς αξιοποίηση των προσόντων των εργαζομένων, χωρίς συζήτηση μαζί τους για να προτείνουν οι ίδιοι/ες πού πραγματικά θα μπορούσαν να συνεισφέρουν. Με κόστος, κάποιες φορές, την ακύρωση στην πράξη της προϋπηρεσίας που διαθέτει ο καθένας/η καθεμιά και τις συνακόλουθες συνέπειες που έχει η επανεκπαίδευσή μας σε άλλα πακέτα εργασίας, ακόμα και τη διάλυση υπηρεσιών που δουλεύουν καλά, με συνέπεια την ισοπέδωση προς τα κάτω του παρεχόμενου έργου, ενώ η προσπάθεια θα έπρεπε να είναι στην αντίθετη κατεύθυνση.
Κι ύστερα έρχεται η καθημερινότητα η δική μας. Με τις ιδιαιτερότητες που έχει η απασχόληση στην κάθε θέση. Με κάποιους/ες π.χ. που δουλεύουν σε Τμήματα να βρίσκονται με σειρά αφεντικών, το διοικητικό προϊστάμενο και όσα μέλη ΔΕΠ έχουν την τάση να ασκούν εξουσία επί του προσωπικού, με αντιφατικές εντολές και απαιτήσεις, σε μια κατάσταση σύγχυσης, όπου τίποτα δεν είναι σαφές κι όπου πρέπει κανείς να «τα έχει καλά» με όλους.
Κάπου εδώ μπαίνουν και ορισμένα ζητήματα που αφορούν το «μεταξύ μας». Όπως ο ρόλος των διοικητικών προϊσταμένων, διοικητικών υπαλλήλων σαν εμάς, που έχουν περάσει από τη θέση μας και ξέρουν τις δυσκολίες. Μόνο που, σε ορισμένες περιπτώσεις, αφήνουν περιθώρια να παράγεται σύγχυση, ενίοτε καλούν οι ίδιοι τα ακαδημαϊκά όργανα διοίκησης να ρυθμίζουν ζητήματα που αφορούν το «απείθαρχο» προσωπικό, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η αυθαιρεσία των οργάνων αυτών και ένα είδος «διευθυντικού δικαιώματος».
Κι ο σύλλογος;
Στον απολογισμό που κατατέθηκε στη συνέλευση στις 3 Μαρτίου αναφέρεται: «Τη διετία που πέρασε, το Προεδρείο και το ΔΣ […] συμπαραστάθηκε σε όλους τους συναδέλφους που ζήτησαν τη βοήθειά του και διεκδίκησε και πέτυχε πάρα πολλά για όλους τους συναδέλφους».
Αυτός θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του συλλόγου. Μόνο που στο δικό μας εργασιακό κόσμο τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Το Δ.Σ. εμφανίζεται να είναι απόν. Μακριά από την καθημερινότητά μας, από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Χωρίς δημόσιο λόγο, γραπτό, δεν καταφέρνει να βγάλει μια απόφαση (πέραν του 500άρικου…) για ζητήματα που απασχολούν τους ανθρώπους που δουλεύουν στο πανεπιστήμιο. Κι αν αναρωτιέται κανείς γιατί δεν υπάρχει ιστοσελίδα του συλλόγου για να ενημερωνόμαστε σε περιόδους κρίσιμες σαν τη σημερινή: ίσως γιατί δεν υπάρχει τίποτα γραπτό για να «ανέβει» σ’ αυτήν.
Απευθύνεται κανείς στο ΔΣ που και ο ίδιος έχει εκλέξει και βρίσκεται να αντιμετωπίζεται σαν να μην έχει αξία, με κάποιους να λειτουργούν ως «διαχειριστές», «διαμεσολαβώντας» αιτήματα στη Διοίκηση, σαν να αποτελούν μέρος της. Σε προσωπική βάση και κατά περίπτωση, με «υποσχέσεις» για επίλυση προβλημάτων, κενές περιεχομένου εάν κι εφόσον εκείνος που τα αντιμετωπίζει δεν είναι «δικός μας». Κάποιους που λειτουργούν σαν να μην υπάρχει εργοδοσία, σαν να είμαστε όλοι μια οικογένεια, παρακαλώντας τον –καλό και παντοδύναμο- πατέρα, του οποίου την εξουσία να αποφασίζει για τις ζωές μας δεν αμφισβητεί κανείς, να επιλύσει τα προβλήματά μας. Μόνο που εδώ δεν είμαστε οικογένεια και με την εργοδοσία δε μας συνδέουν δεσμοί συγγένειας –μόνο εκλεκτικής, ορισμένους.
Ακόμα και ένα ΔΣ με τις καλύτερες προθέσεις θα έμπαινε στον πειρασμό να λειτουργήσει αυθαίρετα, να εμπορευτεί «διασυνδέσεις», να αναπτύξει πελατειακές σχέσεις, να «διαπραγματευτεί» με τη Διοίκηση σ’ αυτή τη βάση, αν δεν είχε έλεγχο. Κι ο έλεγχος δεν είναι κάτι αόριστο, είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο. Πώς όμως να ασκηθεί, όταν δεν υπάρχουν πρακτικά που να δημοσιοποιούνται ώστε να ενισχύεται η λογοδοσία των παρατάξεων και να ξέρουμε τι έχει πει το κάθε μέλος τους συγκεκριμένα;
Ο έλεγχος εκείνων που μας εκπροσωπούν εξαρτάται από τη συμμετοχή των εργαζομένων, από τη δική μας απαίτηση για μια άλλη λειτουργία.
Οι εργαζόμενοι συμμετέχουν όμως. Στις εκλογές, κάθε δύο χρόνια, και στις συνελεύσεις. Στη μία και μοναδική ετήσια συνέλευση που γίνεται. Που αποτελεί το μόνο βήμα που έχουμε για να εκφραστούμε οι υπόλοιποι/ες, που μπορεί και να θέλουμε να μιλήσουμε.
Σε μια συνέλευση που τον τόνο μπορεί να δίνει –όπως φέτος- ένας απολογισμός που τα εμφανίζει όλα ρόδινα, κι αναφέρεται στο στοιχειώδες, τον παιδικό σταθμό, τα ρούχα για την ασφάλεια των εργαζομένων, εμφανίζοντάς το σαν το «παραπάνω» που «κατακτήθηκε» στο πλαίσιο της καλής οικογένειάς μας. Λες και δεν υπάρχουν προβλήματα. Σαν να είμαστε σε μαθητική συνέλευση που διευθύνει ένα 15μελές που το μόνο αίτημά του είναι να ανάψει το καλοριφέρ του σχολείου (σημαντικό, αλλά στοιχειώδες) και να πάει πενταήμερη.
Η μοιραία κατάληξη; Ο καθένας μόνος του.
Ποιος; Ο εργαζόμενος που θέλει να κάνει τη δουλειά του και παράλληλα δε διαπραγματεύεται την αξιοπρέπειά του. Που υπόκειται σε εξουσίες που μπορεί και να κρίνουν όχι τη δουλειά του, αλλά το αν αρνείται να δηλώσει εγγράφως από την προηγούμενη εάν θα συμμετάσχει σε μια απεργία ή μια συνέλευση. Που το μέλλον του εξαρτάται από αποφάσεις που παίρνονται στο όνομα της εύρυθμης λειτουργίας, αλλά μπορεί και να πρόκειται για αυθαίρετες, εκδικητικές συμπεριφορές, ακόμα και εξωθεσμικών παραγόντων. Η απορία εύλογη: Τι θα γίνει αν κάποτε τεθούν πιο σοβαρά ζητήματα, απολύσεις π.χ., όπου ο/η ενδιαφερόμενος/η ούτε την ψήφο του θα έχει να διαπραγματευτεί ούτε θα δικαιούται ένα πεντάλεπτο στην ετήσια συνέλευση;
Ποιο είναι το μήνυμα;
Όταν δεν υπάρχει συλλογική απάντηση, έμπρακτη, σ’ αυτές τις πρακτικές, το μήνυμα ποιο είναι; Ότι η παρουσία μας στη δουλειά πρέπει να εξαντλείται όχι στην προσφορά αλλά στην απόδειξη της υποταγής και την προσπάθεια ενσωμάτωσης σε μηχανισμούς;
Κάπως έτσι χάνεται το παιχνίδι για το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Κανένας μόνος του
Όταν όλα αυτά γίνονται δίπλα μας κάθε μέρα εμείς δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να δουλεύουμε σαν να βρισκόμαστε σε έναν παράδεισο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ούτε μπορούμε να εξαντλούμε τη συμμετοχή μας στο σύλλογο σε μία ψήφο.
Μετά από μια γενική συνέλευση που συμπύκνωνε όλα τα χαρακτηριστικά μιας κατάστασης που μας έχει κουράσει όλους και όλες, ως εργαζόμενοι/ες που καθημερινά μοιραζόμαστε τις ίδιες δυσκολίες και ανησυχίες, αποφασίσαμε να μπούμε στη λογική των εκλογών, εκτιμώντας ότι δύο ακόμα χρόνια είναι πολλά και κρίσιμα, κι ότι τώρα πρέπει να μπουν όσο το δυνατόν περισσότερα εμπόδια στις προδιαγεγραμμένες εξελίξεις και τις διαφαινόμενες διαθέσεις.
Διατηρώντας την ανεξαρτησία μας από κομματικές και εργοδοτικές οδηγίες. Θέλοντας να διασφαλίσουμε ότι θα μαθαίνουμε τι συζητείται και τι αποφασίζεται για μας και τα δικαιώματά μας. Έτσι, με κριτήριο με ποιους οι απόψεις μας συγκλίνουν σε ζητήματα θεμελιώδη, παρότι είναι διαφορετικές σε πολλά άλλα, θεωρώντας ότι μέσα από τη συζήτηση και την αντιπαράθεση η συζήτηση πηγαίνει μπροστά, συμμετέχουμε στο συνδυασμό «Ενωτική Αριστερή Παρέμβαση. Συνεργαζόμενοι: «Πρωτοβουλία Γένοβα», «Πρωτοβουλία Εργαζομένων».
Σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι αποφάσεις παίρνονται με τη μικρότερη δυνατή συμμετοχή εκείνων τους οποίους πραγματικά αφορούν, πίσω από κλειστές πόρτες, πρέπει να παλέψουμε για να κρατήσουμε έστω και μια χαραμάδα ανοιχτή.
Το τελευταίο που χρειάζεται είναι “λευκές επιταγές” και “απευθείας αναθέσεις έργου” ως προς τις ζωές μας.
Πρωτοβουλία Εργαζομένων Πανεπιστημίου Αθηνών